σκρόφα

σκρόφα
η, Ν
1. μεγάλο θηλυκό γουρούνι, γουρούνα
2. ζωολ. κοινή ονομασία είδους τού ψαριού σκόρπαινα
3. μτφ. α) πόρνη, γυναίκα που ζει από την πορνεία
β) συνεκδ. γυναίκα ξεπεσμένη ηθικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scrofa].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκρόφα — η (λ. ιταλ.) 1. θηλυκό γουρούνι. 2. πόρνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγριογουρούνα — η 1. θηλυκός αγριόχοιρος* 2. (υβριστικά για γυναίκες) πρόστυχη, σκρόφα …   Dictionary of Greek

  • παλιοσκρόφα — η (υβριστικά) γυναίκα χωρίς ηθικές αρχές, παλιοβρόμα, παλιογυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιο ) + σκρόφα] …   Dictionary of Greek

  • σκροφάκι — το, Ν [σκρόφα] μτφ. πορνίδιο, πουτανίτσα …   Dictionary of Greek

  • σκροφίτσα — η, Ν [σκρόφα] μτφ. πορνίδιο, πουτανίτσα …   Dictionary of Greek

  • σκρόφουλα — η, Ν κοινή ονομασία ασθένειας που προσβάλλει τον λάρυγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scrofula < scrofa (πρβλ. σκρόφα)] …   Dictionary of Greek

  • Εχινάδες — Ομάδα μικρών νησιών και βραχονησίδων του Ιονίου πελάγους. Βρίσκονται κοντά στα δυτικά παράλια του νομού Αιτωλοακαρνανίας, ανάμεσα στα ακρωτήρια Σκρόφα και Τουρκοβίγλα. Τα νησιά Δρακονέρα, Μάκρη, Βρόμωνας, Οξειά, Ποντικός, Προβάτι υπάγονται… …   Dictionary of Greek

  • scroafă — SCROÁFĂ, scroafe, s.f. 1. Femela porcului (sau a mistreţului). ♢ expr. S a suit scroafa în copac, se spune despre un parvenit înfumurat. ♢ Compus: scroafă de baltă = pasăre din ordinul picioroangelor, cu pene roşcate, pe alocuri negre (Ardetta… …   Dicționar Român

  • γουρούνα — η 1. το θηλυκό γουρούνι, η σκρόφα. 2. μτφ., χοντρή ή λαίμαργη ή αναίσθητη γυναίκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”